Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάθομαι στην

  • 1 κάθομαι

    (αόρ. (ε)κάθησα и έκατσα)
    1) сидеть; садиться;

    κάθομαι στο τραπέζι — сидеть за столом;

    2) жить, проживать;

    κάθομαι στην οδό Αίολου — я живу на улице Эолу;

    3) сидеть без. работы, без дела; простаивать;

    ο μύλος έτσι κάθεται — мельница простаивает;

    πολύς κόσμος κάθεται — имеется много безработных;

    4) заниматься (чём-л.); взяться (за что-л.); предпринимать (что-л.); б) хим. осаждаться, отстаиваться:
    6) мор. садиться на мель;

    § κάθομαι Ήσυχος — сидеть спокойно;

    κάθομαι στ' αβγά μου — не вмешиваться;

    κάθομαι στα καρφιά ( — или στα κάρβουνα — или στ' αγκάθια) — сидеть как на иголках;

    μου κάθεται στο στομάχι — а) тяжело ложится на желудок (пища); — б) он у меня сидит в печёнках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάθομαι

  • 2 στην

    στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στην

  • 3 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 4 άκρη

    η
    1) конец, край;

    άκρη του πόταμου (της θάλασσας) — берег реки (моря);

    άκρη του μανικιού — обшлаг;

    απ· τη μιά άκρη ως την άλλη — от одного конца до другого;

    απ· άκρη σ· άκρη — от края до края;

    στην άκρη τού χωρίου — на краю села;

    στην άκρη τού δάσους — на опушке леса;

    στην άκρη τού κόσμου — на краю света;

    άκρη-άκρη по самому краю;
    2) мыс (часть суши); 3) место, находящееся в стороне, в отдалении;

    κάθισε στην άκρη — а) сядь в сторонку; — б) не вмешивайся;

    4) отдалённое место, окраина;

    κάθομαι στην άκρη της πόλης — жить на окраине города;

    κάθομαι στην άκρη τού κόσμου — жить очень далеко;

    5) кусок, клочок;

    έχει μιά άκρη τόπο — у него клочок земли;

    6) краюшка;

    μιά άκρη από το ψωμί — краюшка хлеба;

    § μέσες άκρες — а) неполно; — б) несвязно;

    τα ξέρω μέσες άκρες — я знаю об этом недостаточно;

    τα λέει μέσες άκρες — он говорит об этом несвязно;

    άκρη δε βρίσκες — не поймёшь;

    επιτέλους βρήκαμε την άκρ — наконец разобрались;

    ο, τι βγάλει η άκρη — а) независимо от исхода; — б) пусть будет, что будет;

    τό ξύλο — или τό ραβδί έχει δυό άκρες — погов, палка о двух концах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άκρη

  • 5 усесться

    усядусь, усядешься, παρλθ. χρ. уселся, -лась, -лось, προστκ. усядься
    ρ.σ.
    1. κάθομαι•

    усесться в кресло, на диван κάθομαι στην πολυθρόνα, στο ντιβάνι•

    усесться за чай κάθομαι για (να) πιώ τσάι•

    усесться за книгу κάθομαι (για) να διαβάσω•

    усесться писать письмо κάθομαι (για) να γράψω γράμμα•

    усесться за карты κάθομαι (για) να παίξω χαρτιά.

    2. εγκατασταίνομαι οριστικά, μόνι μα.

    Большой русско-греческий словарь > усесться

  • 6 ряд

    ряд м η σειρά; η γραμμή (линия)' сидеть в первом \ряду κάθομαι στην πρώτη σειρά; в \ряде случаев σε μερικές περιπτώσεις
    * * *
    м
    η σειρά; η γραμμή ( линия)

    сиде́ть в пе́рвом ряду́ — κάθομαι στην πρώτη σειρά

    в ряде слу́чаев — σε μερικές περιπτώσεις

    Русско-греческий словарь > ряд

  • 7 присаживаться

    присаживаться
    несов κάθομαι, καθίζω (γιά λίγο):
    \присаживаться на стул κάθομαι στήν καρέκλα· присаживайтесь! καθίστε!

    Русско-новогреческий словарь > присаживаться

  • 8 ουρά

    η
    1) хвост; 2) конец, край, кончик; 3) очередь; хвост (разг);

    κάθομαι στην ουρά — или κάνω ουρά — стоять в очереди;

    § βάζω την ουρά στα σκέλια — или μαζεύω την ουρά — поджать хвост;

    σηκώνω την ουρά μου — задрать хвост;

    κουνώ την ουρά μου — вилять хвостом (о собаке);

    χώνω πόντου την ουρά μου — соваться во все дела, вмешиваться не в свои дела;

    γίνομαι ( — или σέρνομαι στην) ουρά — а) следовать за кем-л. как собака; — б) плестись в хвосте;

    κουνάει την ουρά της — мести хвостом (о женщине);

    έχει κομμένη την ουρά του — он перестал задирать нос;

    με ουρά — очень много, огромное количество;

    ψέμματα με ουρά — чудовищная ложь;

    λίρα ( — или παράς) με ουρά — денег до чёрта;

    πίσω έχει η αχλάδα την ουρά — погов, цыплят по осени считают

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ουρά

  • 9 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 10 άλλος

    η, ο (γεν. άλλου, ης, ου и αλλουνού, αλληνής, αλλουνού) 1.
    1) другой, иной;

    άλλα σκέπτεται κι· άλλα λέγει — думает одно, а говорит другое;

    έγινε άλλος άνθρωπος — он стал другим человеком;

    αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другое дело;

    μ· άλλο τρόπο — по-иному, другим способом;

    μ· άλλα λόγια — другими словами;

    σ· άλλο μέρος — в другом месте;

    ούτε το ένα ούτε το άλλο — ни то ни другое;

    2) остальной, прочий οι άλλ — чн остальные, прочие;

    3) такой же, равноценный;

    δεν έχουμε άλλον σαν κι· αδτόν — ему нет равного;

    4) дополнительный;

    ήλθαν άλλοι δυό — пришли ещё двое;

    θέλω και άλλα χρήματα — мне нужны ещё деньги;

    περισσότερο από κάθε άλλη φορά — больше, чем когда бы то ни было;

    5) следующий; ближайший;

    κάθομαι στην άλλη γειτονιά — жить по соседству;

    την άλλη μέρα — на другой (или на следующий) день;

    άλλη φορά — в другой раз; — в следующий раз;

    § ο άλλος κόσμος — а) потусторонний мир; — б) иной мир;

    κάθε άλλο — никоим образом, ничего подобного, ничуть не бывало, нисколько; — напротив;

    Σας

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άλλος

  • 11 краешек

    -шка α.
    άκρη• ακρίτσα•

    сесть на краешек стула κάθομαι στην άκρη του καθίσματος.

    Большой русско-греческий словарь > краешек

  • 12 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 13 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 14 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 15 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 16 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 17 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 18 свинец

    -нца α.
    1. μόλυβδος, μολύβι.
    2. μτφ. σφαίρα, βολίδα, βόλι.
    εκφρ.
    свинец на душе, на сердце – βάρος (άχθος) στην ψυχή, στην καρδιά•
    лечь -цом на душу, на сердце – κάθομαι βάρος στην ψυχή, στην καρδιά•
    голова как -цом налита – το κεφάλι μου είναι βαρύ σαν μολύβι (πάσχει από βαρυαλγία).

    Большой русско-греческий словарь > свинец

  • 19 обсесть

    -сядет, -сядем, -сядете παρλθ. χρ. -сел, -ла, -ло
    ρ.σ.μ.
    κάθομαι ολόγυρα. || επικάθομαι, κάθομαι παντού•

    мухи -ли пирог οι μύγες κάθησαν στην πίτα.

    Большой русско-греческий словарь > обсесть

  • 20 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

См. также в других словарях:

  • κάθομαι — κάθισα και έκατσα, καθισμένος 1. καθίζω: Κάθισε να τα πούμε. 2. κατοικώ: Κάθομαι στην οδό Πόντου 18. 3. ασχολούμαι με κάτι: Κάθονται και τρων και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν. 4. (παροιμ.): «Όσο κάθεται το μήλο μυρίζει», που σημαίνει ότι όσο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθομαι — κάθομαι, κάθισα και έκατσα, καθισμένος βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • προεδρεύω — ΝΜΑ [πρόεδρος] είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας τού προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία 2. μέσ. προεδρεύομαι έχω ως… …   Dictionary of Greek

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • σταυροπόδι — Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 365 μ.), στην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρνεζαίικων. * * * το, Ν 1. το να κάθεται κάποιος στο έδαφος ή σε κάθισμα με τις κνήμες τοποθετημένες σταυρωτά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • έζομαι — ἕζομαι 1. κάθομαι 2. σταματώ, μένω σ έναν τόπο 3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη 4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< *sed jo mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed… …   Dictionary of Greek

  • επικάθημαι — (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι] κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω αρχ. 1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω 2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι 3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»